- παρεγκεράννυμι
- Αανακατεύω επί πλέον, κάνω νέα προσθήκη στο αρχικό κράμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἐγκεράννυμι «αναμιγνύω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεράννυμι — (ΑΜ, Α και κεραννύω, επικ. τ. κεραίω και κερῷ, άω) 1. αναμιγνύω υγρά, συνήθως κρασί με νερό, για να μετριάσω στο κράμα τη δύναμη οινοπνευματώδους ποτού (α. «κύλικος ἴσον κεκραμένης», Αριστοφ. β. «οἴνῳ καὶ μέλιτι κεράσαντα τὴν κρήνην, ἀφ ἧς ἔπινον … Dictionary of Greek